δέουσα — δέω 1 bind pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δέω 1 bind pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δέω 2 lack pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δεῖ there is need pres part act fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεούσας — δεούσᾱς , δέω 1 bind pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) δεούσᾱς , δέω 1 bind pres part act fem gen sg (doric) δεούσᾱς , δέω 1 bind pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) δεούσᾱς , δέω 1 bind pres part act fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέουσ' — δέουσι , δέον there is need neut dat pl (attic epic doric ionic) δέουσα , δέω 1 bind pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δέουσα , δέω 1 bind pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δέουσι , δέω 1 bind pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… … Dictionary of Greek
ακουόντως — ἀκουόντως επίρρ. (Μ) όπως κάποιος που ακούει, δηλ. με τη δέουσα προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ἀκούων < ἀκούω] … Dictionary of Greek
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek